- παροκωχή
- ἡ, Ατο να χορηγεί, το να προμηθεύει κανείς κάτι, η παροχή, η χορήγηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ὀκωχή (< ἔχω με αναδιπλασιασμό), πρβλ. κατ-οκωχή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παροκωχῇ — παροκωχή supplying fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροκωχή — supplying fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροκωχῆς — παροκωχή supplying fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακωχή — ἡ, Α βλ. παροκωχή … Dictionary of Greek